ὀφρυόσκιος

ὀφρυόσκιος
ὀφρῠό-σκῐος, ον,
A shaded by the eyebrows,

ὀφθαλμός Pl.

(Com.?)ap.Arist.Top.140a4 (om. Kock).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οφρυόσκιος — ὀφρυόσκιος, ον (Α) (κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό σκιος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀφρυόσκιον — ὀφρυόσκιος shaded by the eyebrows masc/fem acc sg ὀφρυόσκιος shaded by the eyebrows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”